12 May 2022

Jazz me baby

 

Ταξίδι πρώτοΧειμώνας

 

'Cause it's such a cold day down here in hell
And it's a long way, long way to heaven,
but it's okay 'cause we're singing with the angels

- Firewater

 

Την ώρα που οι τελευταίες αχτίδες του δειλινού τρυπώνουν μέσα απ’ τη τζαμαρία στο jazz bar της Έλενας στη Lafayette street, εκείνη κλείνει τα στόρια και βάζει στο πικάπ -είναι φανατική του βινυλίου-  το “East of the Sun, West of the Moon”.
Κάθε βράδι και από μια διαφορετική εκτέλεση.
Πίνοντας το πρώτο κοκτέιλ της βραδιάς, της λέω ότι η κβαντομηχανική έχει οδηγήσει σε μια εφεύρεση που λέγεται CD player και ότι τα νέα δισκάκια, εδώ και χρόνια, δεν έχουν σκρατς και λειτουργούν με οπτική ίνα. Γελάει και φυσάει τη βελόνα στο πικάπ για να μου τη σπάσει.
Νομίζει.
Aνθρωποι σαν την Έλενα, που γεύονται ηδονικά το μεσαίο τους δάχτυλο βουτώντας το στον μέλανα ζωμό της jazz, στη νυχτερινή αχλύ ενός τρελού σαξοφώνου ή ενός be-bop πιάνου που σαλτάρει τις χορδές του στο χάδι ενός αλλοπρόσαλλου πιανίστα, έχουν συνήθως ιδιαίτερο γούστο και ακλόνητες απόψεις. Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε ίσως να ταράξει το ουίσκι τους είναι η ίδια η μουσική. Ένα swing, ένας λυγμός πνευστού, ο αδιάκοπος αυτοσχεδιασμός μέσα από τον οποίο κάθε jazz μουσικός βγάζει τη δική του απολύτως προσωπική έκφραση, ακριβώς όπως κάθε έραστής έχει τη δική του γεύση, τον δικό του τρόπο, τη δική του κίνηση.
«Μάντεψε ποιον είδα σήμερα», της λέω σκεπτόμενος όλα αυτά.
«Ποιον;» ψιθυρίζει με τραγουδιστή φωνή.
«Τον Τσάρλι».
«Αυτό που μου λες εσύ σήμερα, εγώ το έχω ακούσει αύριο», μου απαντάει φτιάχνοντας τις βλεφαρίδες της σε ένα μικρό καθρεφτάκι που εμφανίζει απ’ το πουθενά. «Είπε αν θα περάσει από δω;»
Η Έλενα τραβάει κάτω απ’ το deck, ένα μικρό κάτι, που μοιάζει με τετράγωνο βιβλίο, έχει σελίδες και είναι γεμάτο εικόνες και λέξεις.
«Την τελευταία φορά, ο Τσάρλι άφησε ΑΥΤΟ εδώ», λέει. «Είναι ένας δίσκος ακτίνας όπως τον λες. Ένας δίσκος με όλους τους μεγάλους: Ella, Billie, Duke, Dizzy…»
Την ρωτάω αν τον άκουσε.
«Ναι. Και δεν έχει σκρατς. Ποιος μπορεί να ακούσει Βird χωρίς να πηδά η βελόνα;»
Της λέω να χαλαρώσει, να βάλει να ακούσουμε το δισκάκι και να μου δώσει να δω το booklet. Α, και να μου φτιάξει ένα ακόμη κοκτέιλ, από εκείνα τα πράσινα.
Οι πρώτες νότες του “I’ll Be Seeing You” γεμίζουν το απογευματινό άβατο των ονείρων που η Helena ονομάζει “bar”. Η σχεδόν κοριτσίστικη φωνή της Billie Holiday ραγίζει τα πάντα, μια φωνή κοριτσιού-γριούλας όπως ήταν πάντα η Billie, ικανή να σε κάνει να συλλαβίζεις μαζί της την υπέρτατη ταπείνωση που είναι ο έρωτας:
“All of me… why not take all of me? Can’t you see? I’m no good without you…”
Tα μάτια της μοιάζουν με χλωμά ηλιοτρόπια, το στήθος της, στήθος χορεύτριας, ανεβοκατεβαίνει καθώς λαχανιάζει χτυπώντας το σέικερ με το κοκτέηλ μου, το πάνω χείλος της είναι λίγο ιδρωμένο, είμαι ο μόνος της πελάτης, ο μόνος που θα την περιμένει να σχολάσει, είμαι λίγο πιωμένος και αυτό το bar είναι το δικό μου ιερό του πόθου.
«Jazz me, baby», της λέω. «Θα έρθεις σπίτι μου απόψε;»

Σχεδόν αμέσως, η πόρτα ανοίγει και ξαφνικά, με ένα γενναιόδωρο χαχανητό, μπουκάρει ο Τσάρλι με το σαξόφωνό του σε μια θήκη που μοιάζει να την ανέσυρε απ’ το βυθό. Ενθουσιασμένοι, η Έλενα κι εγώ τον υποδεχόμαστε με σφηνάκια amaretto που τα ρουφάμε όλοι μαζί με ηδυπάθεια μέσα από μισά-κομμένα λεμόνια. Εκείνη κάνει την θυμωμένη και τον ρωτά που χάθηκε δυο βδομάδες. Ο Τσάρλι μας διηγείται μια απίστευτη ιστορία: ότι για πρώτη φορά τον πλήρωναν όχι για επειδή παίζει αλλά για να μην παίξει μουσική.
«Τι; Πού;», ρωτάμε ξεκαρδισμένοι.
Σε ένα παράνομο στριπτηζάδικο που, καθώς δεν είχε άδεια λειτουργίας, οι μουσικοί αναγκάζονταν να περιμένουν με τα όργανα στο χέρι την περίπτωση που θα μπουκάριζε η αστυνομία για να αρχίσουν να παίζουν – τάχα ότι το μαγαζί έχει ζωντανή ορχήστρα κι όχι κορίτσια έτοιμα για όλα.
Ξελιγωνόμαστε. Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια και κλαίμε απ’ τα γέλια, σχεδόν ουρλιάζοντας. Τότε ο Τσάρλι πηδάει πίσω απ’ το bar και αγκαλιάζει την Έλενα ενώ στα ηχεία ο Oscar Peterson χαϊδεύει στα πλήκτρα την ερωτική προσευχή: “Someday he’ll come along, the man I love”. Τη φιλά στο στόμα και χώνει τα χέρια του κάτω απ’ τη μπλούζα της.
Στο κάτω κάτω, είναι η γυναίκα του.



[ προηγούμενο - Αν ταξιδέψεις έλα να με βρεις [ Αντί Προλόγου ]

[ συνεχίζεται - ]

10 May 2022

Αν ταξιδέψεις, έλα να με βρεις

 

Αντί προλόγου


Tο παρατσούκλι μου είναι «Summer», για τους φίλους «Sum» σκέτο. Μένω στην οδό Τισιάνο, αριθμός 4, μιας πόλης που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε πόλη. Μιας πόλης ασήμαντης, με πλακάκια στα πεζοδρόμια, συννεφιές, εμπορικά κέντρα, δέντρα όπου τύχει.

Κανείς δεν θυμάται πότε και πώς μου αποδόθηκε αυτό το όνομα. Μια εκδοχή είναι επειδή μου αρέσει το καλοκαίρι, μια άλλη επειδή συνήθως ζω σαν άνθρωπος μόνο τότε, τον υπόλοιπο χρόνο απλώς επιβιώνω. Το καλοκαίρι είναι για τους φτωχούς σαν κι εμένα, μπορείς να περάσεις καλά με τα ελάχιστα διαθέσιμα, ρούχα, τροφή, σκέψεις, αγάπη. Αν και για το τελευταίο δεν είμαι και τόσο σίγουρος διότι οι άνθρωποι κρατούν πολλά μέσα τους. Από συναισθήματα μέχρι έμβρυα.

Το καλοκαίρι μπορείς να γράψεις. Να γεμίσεις σελίδες και να διαλέξεις κάποιες, να τις βάλεις μέσα σε ένα μπουκάλι και να τις πετάξεις στη θάλασσα.

Κι ακόμη, μπορείς να ταξιδέψεις πιο εύκολα, ακόμη κι αν μένεις στον αριθμό 4 της οδού Τισιάνο κάποιας ασήμαντης πόλης και αν όταν σηκώνεσαι το πρωί από το κρεβάτι, κάτω από τα σκεπάσματα υπάρχει και κάποιος άλλος. Κι αυτό, γιατί μπορείς να απομακρυνθείς από όλους και όλα το καλοκαίρι. Να φύγεις από εκεί που σου λένε ότι ανήκεις και να περιπλανηθείς χωρίς έγνοιες, ψάχνοντας για καινούριους μπελάδες. Το κλίμα το επιτρέπει.
Μπορείς να πεις «πάω μια βόλτα μέχρι το Μεξικό, θέλεις να έρθεις;» ή να προσποιηθείς πως το δάκρυ που κύλησε από τα μάτια σου ήταν από το θαλασσινό αλάτι και όχι από κάποιο άσχημο όνειρο.

Μερικές φορές, το καλοκαίρι, ζηλεύω την οριστικότητα του θανάτου. Αυτή τη βεβαιότητα που χαρίζουν η νομοτέλεια του αναπόφευκτου, τα κόκκινα τούβλα και τα στενά πεζοδρόμια στα σοκάκια που περιβάλλουν την οδό Τισιάνο.

Συνήθως όμως, σχεδόν αμέσως αποδιώχνω τις σκέψεις αυτές γιατί νιώθω αδύναμος απέναντι στις δυνάμεις της φύσης και δεν θέλω να επιτρέψω στον εαυτό μου να συνηθίσει το εύκολο μονοπάτι μιας βολικής παραίτησης. Έτσι, κάθε μέρα επιστρέφω στο σπίτι από άλλη διαδρομή, περιπλανιέμαι με τεθλασμένες κατευθύνσεις μέσα σε πάρκα, οδηγημένος από το φύσημα του αέρα, το θρόισμα των δέντρων ή τη διάρκεια του τραγουδιού που τυχαίνει να μουρμουρίζω, μη θέλοντας να επιστρέψω πριν αυτό τελειώσει.
Μπορεί να περάσουν μέρες έτσι, με τις σκέψεις μου σε ραγδαία κατολίσθηση: ποιος είμαι-πότε-ή πού. Και γιατί. Γνωρίζω με απόλυτη ακρίβεια πόσα βήματα χρειάζονται από το
night shop που αγοράζω τσιγάρα μέχρι το σκαλοπάτι της εισόδου του σπιτιού μου, από το πρώτο ραντεβού δίπλα στη λίμνη, μέχρι τη γωνία που τα βράδια φωλιάζει ο διάβολος, στην οδό Φρανκλέν.

Στο σπίτι δεν είμαι μόνος σχεδόν ποτέ. Η συγκάτοικός μου με την οποία μοιραζόμαστε το διπλό κρεβάτι πίσω απ’ την πόρτα, είναι πάντοτε εκεί, σε σημείο που να απορώ αν εργάζεται ποτέ και μήπως απλώς τυχαίνει να τη συναντώ μόνο όταν βρίσκομαι σπίτι.

Συνήθως μαγειρεύουμε μαζί ή κάνουμε μπάνιο πριν το σεξ, αλλά όχι σχέδια ή κοινούς περιπάτους στις λιακάδες. Δεν ξέρω τους φίλους της ούτε εκείνη τους δικούς μου. Δεν έχει έρθει ποτέ σε συναυλία μου ούτε έχω πάει να τη δω στο θέατρο – είναι ηθοποιός.

Καμιά φορά, μελετάει τους ρόλους της στο σαλόνι, σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω, φορώντας ακουστικά - δεν ξέρω καν τι ακούει.
Ένα δυο πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν, εκτός από το ότι είναι ηθοποιός, είναι ότι έχει ένα τατουάζ στη ραχοκοκαλιά που μου ζήτησε μια φορά να της το φωτογραφίσω με το κινητό για να το δει επειδή είχε ξεχάσει πώς είναι, και ότι της αρέσει το σεξ από πίσω, που επίσης μου ζήτησε να το κάνουμε και να το βιντεοσκοπήσω στο κινητό για να το δει, επειδή και αυτό είχε ξεχάσει πώς είναι.

Πίνει νερό με λεμόνι, δεν της αρέσει η μπίρα και είναι χορτοφάγος. Όταν θέλω να την πειράξω της λέω ότι «τη νοίκιασα μαζί με το σπίτι» –την εποχή που έψαχνα διαμέρισμα, εκείνη έψαχνε για συγκάτοικο– αλλά δεν προσβάλλεται, με βρίσκει μάλλον αστείο και της αρέσει που μαγειρεύουμε μαζί και που δεν της κάνω κριτική για την απλυσιά και τη χορτοφαγία της. 
 
Συμβαίνει τελευταία, ολοένα και πιο συχνά, όταν πίνω τον καφέ μου, να μελετάω χάρτες. Κάποιοι ειδικά, που περιέχουν την ένδειξη «βρίσκεστε εδώ», δεν ξέρω γιατί, με κάνουν να αισθάνομαι ότι βρίσκομαι εκεί που υποδεικνύουν. Σχεδιάζω πάνω τους φανταστικές διαδρομές, «αέναες επανεκκινήσεις» όπως λέει ο ψυχαναλυτής μου. Όπως είμαι απορροφημένος, εκείνη έρχεται τότε κρυφά κοντά μου χωρίς να την καταλάβω και μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
Είναι από τα ελάχιστα δείγματα τρυφερότητας που μου χαρίζει. Συνήθως δεν λέω τίποτα, το απολαμβάνω, γέρνω το κεφάλι προς τα πίσω και την κοιτάζω χαμογελώντας.

Ένα πρωί, όπως με χάιδεψε ενώ μελετούσα ένα χάρτη της Ινδονησίας, της φίλησα το χέρι.
«Αν ταξιδέψεις, έλα να με βρεις», είπε τραβώντας το.
Αλλά δεν ρώτησα που.


Συνέχεια: [ Ταξίδι πρώτο - Χειμώνας ] Jazz me babe