10 May 2022

Αν ταξιδέψεις, έλα να με βρεις

 

Αντί προλόγου


Tο παρατσούκλι μου είναι «Summer», για τους φίλους «Sum» σκέτο. Μένω στην οδό Τισιάνο, αριθμός 4, μιας πόλης που θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε πόλη. Μιας πόλης ασήμαντης, με πλακάκια στα πεζοδρόμια, συννεφιές, εμπορικά κέντρα, δέντρα όπου τύχει.

Κανείς δεν θυμάται πότε και πώς μου αποδόθηκε αυτό το όνομα. Μια εκδοχή είναι επειδή μου αρέσει το καλοκαίρι, μια άλλη επειδή συνήθως ζω σαν άνθρωπος μόνο τότε, τον υπόλοιπο χρόνο απλώς επιβιώνω. Το καλοκαίρι είναι για τους φτωχούς σαν κι εμένα, μπορείς να περάσεις καλά με τα ελάχιστα διαθέσιμα, ρούχα, τροφή, σκέψεις, αγάπη. Αν και για το τελευταίο δεν είμαι και τόσο σίγουρος διότι οι άνθρωποι κρατούν πολλά μέσα τους. Από συναισθήματα μέχρι έμβρυα.

Το καλοκαίρι μπορείς να γράψεις. Να γεμίσεις σελίδες και να διαλέξεις κάποιες, να τις βάλεις μέσα σε ένα μπουκάλι και να τις πετάξεις στη θάλασσα.

Κι ακόμη, μπορείς να ταξιδέψεις πιο εύκολα, ακόμη κι αν μένεις στον αριθμό 4 της οδού Τισιάνο κάποιας ασήμαντης πόλης και αν όταν σηκώνεσαι το πρωί από το κρεβάτι, κάτω από τα σκεπάσματα υπάρχει και κάποιος άλλος. Κι αυτό, γιατί μπορείς να απομακρυνθείς από όλους και όλα το καλοκαίρι. Να φύγεις από εκεί που σου λένε ότι ανήκεις και να περιπλανηθείς χωρίς έγνοιες, ψάχνοντας για καινούριους μπελάδες. Το κλίμα το επιτρέπει.
Μπορείς να πεις «πάω μια βόλτα μέχρι το Μεξικό, θέλεις να έρθεις;» ή να προσποιηθείς πως το δάκρυ που κύλησε από τα μάτια σου ήταν από το θαλασσινό αλάτι και όχι από κάποιο άσχημο όνειρο.

Μερικές φορές, το καλοκαίρι, ζηλεύω την οριστικότητα του θανάτου. Αυτή τη βεβαιότητα που χαρίζουν η νομοτέλεια του αναπόφευκτου, τα κόκκινα τούβλα και τα στενά πεζοδρόμια στα σοκάκια που περιβάλλουν την οδό Τισιάνο.

Συνήθως όμως, σχεδόν αμέσως αποδιώχνω τις σκέψεις αυτές γιατί νιώθω αδύναμος απέναντι στις δυνάμεις της φύσης και δεν θέλω να επιτρέψω στον εαυτό μου να συνηθίσει το εύκολο μονοπάτι μιας βολικής παραίτησης. Έτσι, κάθε μέρα επιστρέφω στο σπίτι από άλλη διαδρομή, περιπλανιέμαι με τεθλασμένες κατευθύνσεις μέσα σε πάρκα, οδηγημένος από το φύσημα του αέρα, το θρόισμα των δέντρων ή τη διάρκεια του τραγουδιού που τυχαίνει να μουρμουρίζω, μη θέλοντας να επιστρέψω πριν αυτό τελειώσει.
Μπορεί να περάσουν μέρες έτσι, με τις σκέψεις μου σε ραγδαία κατολίσθηση: ποιος είμαι-πότε-ή πού. Και γιατί. Γνωρίζω με απόλυτη ακρίβεια πόσα βήματα χρειάζονται από το
night shop που αγοράζω τσιγάρα μέχρι το σκαλοπάτι της εισόδου του σπιτιού μου, από το πρώτο ραντεβού δίπλα στη λίμνη, μέχρι τη γωνία που τα βράδια φωλιάζει ο διάβολος, στην οδό Φρανκλέν.

Στο σπίτι δεν είμαι μόνος σχεδόν ποτέ. Η συγκάτοικός μου με την οποία μοιραζόμαστε το διπλό κρεβάτι πίσω απ’ την πόρτα, είναι πάντοτε εκεί, σε σημείο που να απορώ αν εργάζεται ποτέ και μήπως απλώς τυχαίνει να τη συναντώ μόνο όταν βρίσκομαι σπίτι.

Συνήθως μαγειρεύουμε μαζί ή κάνουμε μπάνιο πριν το σεξ, αλλά όχι σχέδια ή κοινούς περιπάτους στις λιακάδες. Δεν ξέρω τους φίλους της ούτε εκείνη τους δικούς μου. Δεν έχει έρθει ποτέ σε συναυλία μου ούτε έχω πάει να τη δω στο θέατρο – είναι ηθοποιός.

Καμιά φορά, μελετάει τους ρόλους της στο σαλόνι, σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω, φορώντας ακουστικά - δεν ξέρω καν τι ακούει.
Ένα δυο πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν, εκτός από το ότι είναι ηθοποιός, είναι ότι έχει ένα τατουάζ στη ραχοκοκαλιά που μου ζήτησε μια φορά να της το φωτογραφίσω με το κινητό για να το δει επειδή είχε ξεχάσει πώς είναι, και ότι της αρέσει το σεξ από πίσω, που επίσης μου ζήτησε να το κάνουμε και να το βιντεοσκοπήσω στο κινητό για να το δει, επειδή και αυτό είχε ξεχάσει πώς είναι.

Πίνει νερό με λεμόνι, δεν της αρέσει η μπίρα και είναι χορτοφάγος. Όταν θέλω να την πειράξω της λέω ότι «τη νοίκιασα μαζί με το σπίτι» –την εποχή που έψαχνα διαμέρισμα, εκείνη έψαχνε για συγκάτοικο– αλλά δεν προσβάλλεται, με βρίσκει μάλλον αστείο και της αρέσει που μαγειρεύουμε μαζί και που δεν της κάνω κριτική για την απλυσιά και τη χορτοφαγία της. 
 
Συμβαίνει τελευταία, ολοένα και πιο συχνά, όταν πίνω τον καφέ μου, να μελετάω χάρτες. Κάποιοι ειδικά, που περιέχουν την ένδειξη «βρίσκεστε εδώ», δεν ξέρω γιατί, με κάνουν να αισθάνομαι ότι βρίσκομαι εκεί που υποδεικνύουν. Σχεδιάζω πάνω τους φανταστικές διαδρομές, «αέναες επανεκκινήσεις» όπως λέει ο ψυχαναλυτής μου. Όπως είμαι απορροφημένος, εκείνη έρχεται τότε κρυφά κοντά μου χωρίς να την καταλάβω και μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
Είναι από τα ελάχιστα δείγματα τρυφερότητας που μου χαρίζει. Συνήθως δεν λέω τίποτα, το απολαμβάνω, γέρνω το κεφάλι προς τα πίσω και την κοιτάζω χαμογελώντας.

Ένα πρωί, όπως με χάιδεψε ενώ μελετούσα ένα χάρτη της Ινδονησίας, της φίλησα το χέρι.
«Αν ταξιδέψεις, έλα να με βρεις», είπε τραβώντας το.
Αλλά δεν ρώτησα που.


Συνέχεια: [ Ταξίδι πρώτο - Χειμώνας ] Jazz me babe

No comments: